σέμπιος -α -ο 11 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σέμπιος -α -ο (Ἰ. scempio) = ἁπλοῦς, λεῖος, ἀδύνατος, ἀσήμαντος, μικρόνους.