σάζομαι
Σάζομαι (ἴσος, ἰσάζω) = εὐθετοῦμαι, εὐπρεπίζομαι, δίδω ἀμοιβαίαν ὑπόσχεσιν γάμου, μνηστεύομαι.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σάζομαι (ἴσος, ἰσάζω) = εὐθετοῦμαι, εὐπρεπίζομαι, δίδω ἀμοιβαίαν ὑπόσχεσιν γάμου, μνηστεύομαι.