σαραφακιασμένος
άκουσα τη λέξη, αλλά δεν μπόρεσα να προσδιορίσω τη σημασία της. Έλεγε η μάνα στο παιδί: “Έλα μωρέ σαραφακιασμένο, να φας το ψωμί σου …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ο Λάζαρης “σαφρακιάζω” από το τουρκικό σαφρά, κιτρινιάρης, καχεκτικός. Ο Δημητράκος έχει ζαρώνω. Θέλει ψάξιμο.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης