σάψαλο (το)
άνθρωπος αποκαμμωμένος, γερασμένος, ασθενικός, σχεδόν άχρηστος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σάψαλο /τὸ/ (σήπομαι, σῆψις, Τ. σαbσὰλ) = σωματικῶς ἠρειπωμένος ἐκ νοσημάτων ἢ γήρατος, ἀνίσχυρος, σαραβαλιασμένος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης