σαποκωλιάζω
σαπίζω στη ρίζα (για τα φυτά ο λόγος), καίομαι, καταστρέφομαι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σαποκωλιάζω (σήπω-κωλὴ) = σήπομαι εἰς τὸν πάτον (τὴν ρίζαν).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
σαπίζω στη ρίζα (για τα φυτά ο λόγος), καίομαι, καταστρέφομαι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σαποκωλιάζω (σήπω-κωλὴ) = σήπομαι εἰς τὸν πάτον (τὴν ρίζαν).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης