σαμαροτριχιά (η)
το χοντρό σκοινί που μπαίνει μόνιμα στο σαμάρι για να δένεται το φορτίο. Μια τριχιά έχει 5 οργιές σκοινί του εμπορίου. Παλιότερα έβαναν και τριχιές ντόπιες από γιδίσιο μαλλί.
φράση: “μο΄βαλες την τριχιά στο λαιμό” = μ΄ έφερες σε δύσκολη θέση.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σαμαροτριχιὰ /ἡ/ (σάγμα, Τ. σεμὲρ-τριχία) = τὸ σχοινίον τοῦ σάγματος διὰ τοῦ ὁποίου προσδένεται ἀμφιπλεύρως τὸ φορτίον. (ἦτο ἄλλοτε τρίχινον ἐξ ἐγχωρίου ἐρίου).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σαμαροτριχιά = τό σχοινί ποὖνε δεμένο πάντα πάνω στό σαμάρι γιά τό δέσιμο τοῦ φορτίου.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής