Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σαμαροτριχιά (η)

το χοντρό σκοινί που μπαίνει μόνιμα στο σαμάρι για να δένεται το φορτίο. Μια τριχιά έχει 5 οργιές σκοινί του εμπορίου. Παλιότερα έβαναν και τριχιές ντόπιες από γιδίσιο μαλλί.
φράση: “μο΄βαλες την τριχιά στο λαιμό” = μ΄ έφερες σε δύσκολη θέση.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σαμαροτριχιὰ /ἡ/ (σάγμα, Τ. σεμὲρ-τριχία) = τὸ σχοινίον τοῦ σάγματος διὰ τοῦ ὁποίου προσδένεται ἀμφιπλεύρως τὸ φορτίον. (ἦτο ἄλλοτε τρίχινον ἐξ ἐγχωρίου ἐρίου).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Σαμαροτριχιά = τό σχοινί ποὖνε δεμένο πάντα πάνω στό σαμάρι γιά τό δέσιμο τοῦ φορτίου.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.