Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σαλβαρόμπα (η)

αποθήκη που αποθέτονταν τα παλιά και άχρηστα πράγματα, ιδίως ρούχα του σπιτιού. Τα πράγματα αυτά τα αποθήκευαν στο κενό της στέγης.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σαλβαρόμπα /ἡ/ (Ἰ. salvare-roba) = ἀποθήκη παλαιῶν πραγμάτων τῆς οἰκίας, τὸ μεταξὺ ὀροφῆς καὶ στέγης κενόν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


σαλβαρόμπα (ἡ) ἤ σαρμπαρόμπα: ἀποθήκη στό κενό τῆς στέγης. Εἶναι ὁ χῶρος τῆς στέγης πού εἶναι προσβάσιμος ἀπό τά ἀμενάλια, (ΒΕΝ. salvarοba).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.