σαλβαρόμπα (η)
αποθήκη που αποθέτονταν τα παλιά και άχρηστα πράγματα, ιδίως ρούχα του σπιτιού. Τα πράγματα αυτά τα αποθήκευαν στο κενό της στέγης.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σαλβαρόμπα /ἡ/ (Ἰ. salvare-roba) = ἀποθήκη παλαιῶν πραγμάτων τῆς οἰκίας, τὸ μεταξὺ ὀροφῆς καὶ στέγης κενόν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
σαλβαρόμπα (ἡ) ἤ σαρμπαρόμπα: ἀποθήκη στό κενό τῆς στέγης. Εἶναι ὁ χῶρος τῆς στέγης πού εἶναι προσβάσιμος ἀπό τά ἀμενάλια, (ΒΕΝ. salvarοba).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου