σαλτσαπαρίλια
Σαλτσαπαρίλια /ἡ/ (Ἰ. salsapariglia) = τὸ φαρμακευτικὸν φυτὸν σμίλαξ, ἀρκουδόβατος, ξυλόβατος.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σαλτσαπαρίλια /ἡ/ (Ἰ. salsapariglia) = τὸ φαρμακευτικὸν φυτὸν σμίλαξ, ἀρκουδόβατος, ξυλόβατος.