σαλ(ι)μίδα
Σαλ(ι)μίδα /ἡ/ (Ἰ. sciogliere-mato;) = βροχίδα λιναριοῦ ἐκ τῶν χρησιμοποιουμένων πρὸς κατασκευὴν σφενδόνης.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σαλ(ι)μίδα /ἡ/ (Ἰ. sciogliere-mato;) = βροχίδα λιναριοῦ ἐκ τῶν χρησιμοποιουμένων πρὸς κατασκευὴν σφενδόνης.