Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σαλ(ι)μίδα

Σαλ(ι)μίδα /ἡ/ (Ἰ. sciogliere-mato;) = βροχίδα λιναριοῦ ἐκ τῶν χρησιμοποιουμένων πρὸς κατασκευὴν σφενδόνης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.