σακαγή (σακαή)
ασθένεια των αλόγων, κατά την οποία το ζώο βγάζει μύξες και βλέννες.
Κατάρα: “Να σε φάει κακή σακαή”.
Η σακαή λέγεται και πατημένη.
Θεραπεία: Έβραζαν αποσεινάδια με κρασί και τα ΄βαναν στην κοιλιά του αλόγου. Έλεγαν, βέβαια και το απαραίτητο ξόρκι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σακα(γ)ὴ /ἡ/ (Τ. σακαγὴ) = νόσος τῶν ἵππων (μύξα, βλέννα).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης