σά(γ)ουρα 09 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σάγουρα (Σάουρα) /ἡ/ (Ἰ. sciagura) = ἀναφυλακτικὸν ἔκζεμα τῶν βρεφῶν, πυοφύτης, ἀχώρ.