σάγιασμα (το) ή σάισμα
το ΄χουν κυρίως για στρωσίδι μεγάλο στη χωριάτικη κουζίνα.
Υφαίνεται από τραγόμαλλο και χρησιμοποιείται και για σκέπασμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σάγιασμα /τὸ/ (σάττω, σάγος) = χονδρὸν ἐγχώριον δαπεδοστρώσεως ἐξ αἰγείου ἐρίου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σάγισμα καί σιάγιασμα = ὕφασμα ὑφαντό ἀπό μαλλί γιδιῶν βαρύ καί ζεστό ἀλλά ἀκαλαίσθητο, λόγω τῆς σκληρότητας τῶν τριχῶν, χρησιμοποιεῖται σάν τάπης καί σκέπασμα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Γιάννης -
Εξαίρετη εργασία. Εύγε.