σαγιάκι (το)
ύφασμα και φόρεμα από χοντρό μάλλινο του αργαλειού, δίμιτο.
“Σε ένα σαγιάκι οπού έκαμα της δουλεύτρας, λ. 50” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας – χργφ. λογαριασμός 1744-1758). Το ύφασμα σαγιάκι είναι περισσότερο γνωστό ως τσουκνί.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ύφασμα και φόρεμα από χοντρό μάλλινο του αργαλειού, δίμιτο.
“Σε ένα σαγιάκι οπού έκαμα της δουλεύτρας, λ. 50” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας – χργφ. λογαριασμός 1744-1758). Το ύφασμα σαγιάκι είναι περισσότερο γνωστό ως τσουκνί.