σαφρακιάζω 09 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σαφρακιάζω (Τ. σαφρὰ) = ὑποφέρω, πάσχω, εἶμαι κιτρινιάρης καὶ καχεκτικός, σταφιδιάζω.