σαμπατάω 08 Οκτ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σαμπατάω = ζαλίζω ἄλλους μέ τίς ἄσκοπες φωνές μου, σώπα τώρα καί μᾶς σαμπάτησες (σώπα τώρα καί μᾶς ζάλισες). βλ. και σαμπατίζω