Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ροζόλι (το)

ποτό κεράσματος με γλυκιά γεύση, ευώδες.
μτφ.: κάθε ποτό, ακόμα και το κρασί.
φράσεις: “Έπιες τα ροζόλια σου;” – “έλα να σε κεράσω ένα ροζόλι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ροζόλ(ι) /τὸ/ (Ἰ. rosolio) = ἀρωματικὸν ἡδύποτον, λικὲρ εὐῶδες.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.