Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρουπάκι (το)

δέντρο του δάσους με πολύ σκληρό, κοινώς “δέντρο”.
Το ξύλο που χρησιμοποιείται για πολύ ανθεκτικές ξυλοδομές, όπως στους σκελετούς των ξυλόδετων σπιτιών της Λευκάδας, για εξωτερική επένδυση των σπιτιών με “δέντρινες” σανίδες, για υποστηλώσεις σπιτιών κ.λπ.
ΒΑΛ. “Το ξεριζωμένο δέντρο”: “όποιος κι αν έστειλε σ΄ εμέ, ρουπάκι, καλώς ήρθες”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρ(ου)πάκ(ι) /τὸ/ (Ἰ. rapa) = δρῦς, «δέντρο».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


ρουπάκι (τό): δρῦς.

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου


«χιλιόχρονο ῥουπάκι» (σελ. 172, Ἀθ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟΝ)

εἶδος δρυός.  Quercus robur .

Ἐκ τῶν ὡραιοτέρων καὶ ῥωμαλεωτέρων τῆς μεγάλης ταύτης οἰκογενείας διακλαδώσεων. Ἡ κυρίως δρῦς καλεῖται δένδρον, ἶσως ὡς τὸ κατ΄ ἐξοχήν φυτόν, καθώς καὶ ἄλογον ὁ ἵππος. Ἡ δε μακροβιότης τοῦ ῥουπακιοῦ κατήντησε παροιμιώδης.

Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.