Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρούω

Ρούω (ρύω, ὀρούω, Λ. ruo) = ἐλαύνω ἐν σπουδῇ τὸ ποίμνιον, περνῶ, περνῶ γρήγορα τὸ κοπάδι. (ἐν χρήσει κυρίως εἰς τὸν μέλλοντα καὶ τὸν ἀόριστον: θὰ ρούσω, ἔρουσα).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.