Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρόγα

μισθός υπηρετικού και εργατικού προσωπικού, συμφωνία. “Έδοσα δια τη ρόγα της αυτής (της δουλεύτρας), μονέδα λ. 40″ (Γεωργικά της Λευκάδας, σελ. 216).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρόγα /ἡ/ (Ἰ. rogare) = συμβόλαιον, συμφωνία, μερίδιον, μισθός.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.