Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ριζάρι (το)

φυτό ακανθώδες, που το χρησιμοποιούσαν στις βαφές των μάλλινων ρούχων.
Το ‘βαναν δηλ. στη θέση του σημερινού “σπίρτου” (νιτρικού άλατος) για να μην ξεβάφουν τα ρούχα. Έμεινε ακόμη η φράση: “Αύριο θα βάψομε, κόψε φύλλα μελιού και ρ΄ζάρι να βάλομε μέσα”. Απ΄ το ριζάρι έβγαζαν κάποια βαφή λεγόμενη “ριζαρίσα”, της οποίας το χρώμα αγνοούμε.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρ(ι)ζάρ(ι) /τὸ/ (Ἰ. rosso-ore;) = τὸ φυτὸν ἐρυθρόδανον καὶ ἡ ἐκ τούτου βαφή.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.