ριζάρι (το)
φυτό ακανθώδες, που το χρησιμοποιούσαν στις βαφές των μάλλινων ρούχων.
Το ‘βαναν δηλ. στη θέση του σημερινού “σπίρτου” (νιτρικού άλατος) για να μην ξεβάφουν τα ρούχα. Έμεινε ακόμη η φράση: “Αύριο θα βάψομε, κόψε φύλλα μελιού και ρ΄ζάρι να βάλομε μέσα”. Απ΄ το ριζάρι έβγαζαν κάποια βαφή λεγόμενη “ριζαρίσα”, της οποίας το χρώμα αγνοούμε.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρ(ι)ζάρ(ι) /τὸ/ (Ἰ. rosso-ore;) = τὸ φυτὸν ἐρυθρόδανον καὶ ἡ ἐκ τούτου βαφή.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης