ρείπιος και ρίπιος -α -ο
χαλασμένος, ερειπωμένος. Σκορπισμένος κάτω, χυμένος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρείπιος -α -ο (ἐρείπιος) = ἠρειπωμένος, χαλασμένος, κρημνισμένος.
Ρίπιος -α -ο (ριπίζω, ριπτάζω) = ἀπερριμένος, χυμένος, σκορπισμένος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ρείπιος (ὁ): ἐρειπωμένος.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Ρήμα, ερρίπ(η)σα. Σκόρπιος κάτω. Από το αρχαίο ρίπτω (ρίχνω). και ρ΄πίζω, σκορπώ, “μου ρπίστκε”, λέμε.
Το ρείπιος του Λάζαρη μας πηγαίνει στο (σχετικό) ερείπιος, κατεστραμμένος. Λέμε, αυτό το σπίτι “ερείπ΄σε”, δηλ. ¨ερείπωσε”, έγινε ερείπιο. Μη το συγχέομαι με το ρίπτω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης