Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρείπιος και ρίπιος -α -ο

χαλασμένος, ερειπωμένος. Σκορπισμένος κάτω, χυμένος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρείπιος -α -ο (ἐρείπιος) = ἠρειπωμένος, χαλασμένος, κρημνισμένος.

Ρίπιος -α -ο (ριπίζω, ριπτάζω) = ἀπερριμένος, χυμένος, σκορπισμένος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


ρείπιος (ὁ): ἐρειπωμένος.

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου


Ρήμα, ερρίπ(η)σα. Σκόρπιος κάτω. Από το αρχαίο ρίπτω (ρίχνω). και ρ΄πίζω, σκορπώ, “μου ρπίστκε”, λέμε.
Το ρείπιος του Λάζαρη μας πηγαίνει στο (σχετικό) ερείπιος, κατεστραμμένος. Λέμε, αυτό το σπίτι “ερείπ΄σε”, δηλ. ¨ερείπωσε”, έγινε ερείπιο. Μη το συγχέομαι με το ρίπτω.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Ρείπιο = κάτι τό κατεστραμένο, ρημαγμένο (ἐρείπιο).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.