Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρίνα (η)

  1. πλατόψαρο, του γένους των βατιδών
  2. ψιλή βροχή σε καιρό ήρεμο, ψιλοβρόχι. Σε κρύο νερό λέγεται χιονόνερο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρίνα /ἡ/ (Ἀγ. rins, Ἰ. rigare) = λεπτὴ καὶ διαρκὴς βροχὴ νενημίας, χιονόνερο, (ρίνη) = ποικιλία ἰχθῦος τοῦ γένους τῶν βατιδῶν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Ρίνα = ψιλή βροχή, ρινίζει, ψιχαλίζει.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.