ρίμμα (το) και ρίμα
ασθένεια του ματιού. Συνηθισμένη πάθηση που θεραπευόταν με ξόρκια και διάφορα ρεμέντια.
“Δια εκείνους οπού δεν βλέπουν … από ρίμμα των οφθαλμών. Έπαρε από το σιπεντζαριό το βότανο το οποίον ονομάζεται λάδι σιτράτο με κάνδιο, να είναι φάρδια έξη και ανάλυσέ το με δυο ρανίδες νερό και άλειφε τα μάτια με ολίγον μπαμπάκι κάθε τρεις μέρες”.
Ξόρκι: “Δια το ρίμμα: Εις το όνομα του πατρός και του γυιού και Αγ. πνεύματος και εις τους αιγώνας των αιγώνων, Αμήν. Τρεις φορές να το γειπείς. Εν αρχή ην λόγος, ην προς τον Θεόν και ο Θεός είναι ο λόγος Αγιανάργυροι του Χριστού, πρώτοι γιατροί του κόσμου, οπού εγιατρέψατε πολλούς, να γιατρέψετε τον δούλο του Θεού. Τάδε, οπού, γείναι βαφτισμένος, μυρωμένος του Θεού παραδομένος …κ.λπ., κ.λπ. ” (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 94).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρίμα /τὸ/ βλ. λ. ρῆμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης