ριχτού (επίρρ.)
πολύ τρέξιμο, με καλπασμό: “Επήγαν του ριχτού” – “Έρχονταν κατά πάνω μας του ριχτού, τ΄ άλογα τους”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
πολύ τρέξιμο, με καλπασμό: “Επήγαν του ριχτού” – “Έρχονταν κατά πάνω μας του ριχτού, τ΄ άλογα τους”.