ρεβαρδάρω
διστάζω.
“ρεβαρδάρω να τόνε κουβεντιάζω” – “ρεβαρδάρω να πάω”, αμφιταλαντεύομαι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρεβαρδάρω (Ἰ. rebadare) = διστάζω, ἐνδοιάζω, εὐλαβοῦμαι, ἐπέχω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ρεβαρδάρω = διστάζω, ρεβαρδάρω νά τοῦ τό πῶ (διστάζω νά τοῦ τό πῶ).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής