ρέτσι
Ρέτσι /τὸ/ (Ἰ. rezzo) = τὸ ὑγρὸν ποὺ ἀπομένει ἀπὸ τὸ βράσιμον τῆς μυζήθρας.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ρέτσι = τό τελευταῖο ὑγρό πού μένει ἀπό τό γάλα μετά τό βράσιμο καί τήν ἐξαγωγή τῆς μυζήθρας.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής