Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρεστέλλο

Ρεστέλλο /τὸ/ (Ἰ. rostello) = δρύφρακτον, διάφραγμα, ξύλινον διάζωμα ἐπὶ κιονίσκων

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


ρεστέλλο (τό): καγκελόπορτα, (BEN. restélo).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.