ρεσεύω
είμαι ρεσεμένος, έχω αίρεση, δηλ. ιδιοτροπία, κακές συνήθειες.
‘Έχεις ρεσέψει, δεν κάνεις τίποτα” – “παρά ΄ναι ρεσεμένο αυτό το παιδί”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρεσεύω -άζω (αἵρεσις -είω) = κακοσυνηθίζω τινά, ἀποκτῶ κακὰς ἕξεις.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κακομαθαίνω. ΑΠό το αιρεσεύω (αίρεσις). Λέμε “πολύ ρεσεμένο (κακομαθημένο) παιδί. Στο Λασκαράτο (“Ήθη” 36) ” … και μ΄ είχανε ρεσεμένο”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης