ρέου-ρέου
Ρέου-ρέου (τὸ «κράτημα» τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς μετὰ τὸ κοινωνικὸν «ρέ, ρέ, ρέ, ρί, ρέ…») = χρονοτριβὴ εἰς ἐνασχόλησιν ἄνευ περιεχομένου, καθυστέρησις ἄνευ σοβαρᾶς αἰτίας, ματαιοσχολία.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ρέου-ρέου (τὸ «κράτημα» τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς μετὰ τὸ κοινωνικὸν «ρέ, ρέ, ρέ, ρί, ρέ…») = χρονοτριβὴ εἰς ἐνασχόλησιν ἄνευ περιεχομένου, καθυστέρησις ἄνευ σοβαρᾶς αἰτίας, ματαιοσχολία.