ρεντίκολο (το)
το παλιόπαιδο ο παλιάνθρωπος, ο γελοίος, ο πρόστυχος. φράσεις: “χαρά στο ρεντίκολο” – “αυτό το ρετίκολο ακούς;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρεντίκολο /τὸ/ (Ἰ. ridicolo) = γελοῖος, ἀνάξιος, εὐτελής.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γελοίος. Το ιταλικό redicolo.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ρεντίκολα ή ρεντίκουλα, τα: Συνήθης έκφραση τα «ρεντίκολα της κοινωνίας»: εξευτελιστικός όρος δηλώνων τα κατακάθια της κοινωνίας. Λατ. ridiculum = γελοίο, αστείο (εκ του λοιδωρώ).
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα