ρεντικολεύω και ρεντικολιάζω
γελοιοποιώ μια κατάσταση, προσπαθώντας να τη δυσφημίσω. “Το ρίχνω στο ρεντίκολο“.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρεντ(ι)κολεύω (Ἰ. ridicolo -are) = γελοιοποιῶ, ἐκθέτω, δυσφημίζω.
Ρεντ(ι)κολιάζω (Ἰ. ridicolo -arsi) = φέρομαι γελοίως καὶ ἀναξιοπρεπῶς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης