Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρεντικολεύω και ρεντικολιάζω

γελοιοποιώ μια κατάσταση, προσπαθώντας να τη δυσφημίσω. “Το ρίχνω στο ρεντίκολο“.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρεντ(ι)κολεύω (Ἰ. ridicolo -are) = γελοιοποιῶ, ἐκθέτω, δυσφημίζω.

Ρεντ(ι)κολιάζω (Ἰ. ridicolo -arsi) = φέρομαι γελοίως καὶ ἀναξιοπρεπῶς.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.