ρεντάτος -α -ο
ο γελαστός ο χαρούμενος.
η λέξη σπάνια ακούγεται σήμερα. Έμεινε όμως μια φράση: “τρεχάτος και ρεντάτος” (Λάζαρης)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρεντάτος -η -ο (Ἰ. ridere, Ἀλ. Ρεντὸj) = χαρούμενος, γελῶν: «τρεχᾶτος καὶ ῥεντᾶτος» = ἐν σπουδῇ καὶ εὐθυμίᾳ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης