ρεματίζω -ζει
μέρος όπου δημιουργείται ρεύμα αέρος.
“Μην κάθεσαι αυτού, παιδί μου, γιατί ρεματίζει και θα κρυώσεις” – “Αυτό το σοκάκι ρεματίζει πάντα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρεματίζω (ἔρυμα, ῥῦσις) = προστατεύω, ἐξυπηρετῶ, περιποιοῦμαι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης