ρελιάζω
κάνω αναδίπλωση με ραφή σε ύφασμα, κρασπεδώνω στριφώνω
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρελιάζω (Ἰ. orlare) = ἀναστρέφω, περιράπτω, στριφώνω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
κάνω αναδίπλωση με ραφή σε ύφασμα, κρασπεδώνω στριφώνω
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρελιάζω (Ἰ. orlare) = ἀναστρέφω, περιράπτω, στριφώνω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης