ρεκλιάζω
Ρεκλιάζω (ρικνόομαι-ρικνοῦμαι, Σ. ρέκλα) = πτύσσομαι, ζαρώνω, ἀρχίζω νὰ μαραίνομαι ἐλλείψει ὑγρασίας.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ρεκλιάζω (ρικνόομαι-ρικνοῦμαι, Σ. ρέκλα) = πτύσσομαι, ζαρώνω, ἀρχίζω νὰ μαραίνομαι ἐλλείψει ὑγρασίας.