Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρεκάζω

φωνάζω δυνατά ένεκα πόνου ή φόβου.
φράσεις: “Τόδωσα όσο που ερρέκαξε” ” Θα σε κάμω να ρεκάξεις”.
ΒΑΛ. Αθ. Διάκος Γ΄: “Ερέκαξε ο δερβίτσης / απλώθηκε τ΄ απίστομα …”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρεκάζω (ἐρι-κλάζω) = κραυγάζω ἐκ πόνου, φωνάζω ἐξαντλητικῶς.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Σκούζω, κλαίω δυνατά. Συνήθως τα νήπια ρεκάζουν (ουσιαστικό ρέκος). Κατά τη γραμματική είναι ρήμα αμετάβατο, σημαίνει κραυγάζω άγρια, θρηνώ.
Κατά τον Μπαμπινιώτη ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα ρέγκω, ρέγχω = ροχαλίζω (και μεταγενέστερα ρεκάζω).
Οι καρσάνες άμα άκουγαν το νήπιο το νήπιο “να σκάει από το κλάμα” έλεγαν τόπιασε ρέκος ρεκάζει.
Ο Βαλαωρίτης σε σημείωσή του στο ποίημα “Αθανάσιος Διάκος” γράφει: “Το ρεκάζω σημαίνει εκπέμπω φωνήν απότομον, προκαλουμένην υπό σφοδροτάτου και αιφνιδίου άλγους. Είναι στεναγμός του προσβαλλομένου υπό απροσδοκήτου θανάτου. Συνηθέστερον επί ζώων, κυρίως αιγών ή τράγων, όταν σφαδάζουν υπό την μάχαιραν. Τώδωσε όσο που ερρέκαζε. Θα σε κάμω να ρεκάζης, εμεαστίγωσε αυτόν μέχρι θανάτου. Θέλω να σε εξοντώση, καταστρέψη”. (Απάντα, σελ. 303).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.