ρεμπούστος -α -ο
ο γερός, ο καλοθρεμμένος, ο δυνατός.
Σε λαϊκό στιχούργημα διαβάζομε: ” … Ωρέ Κα, του λέγω ντρούσκα (=παλικαρίσια) / θα του βγάλω τη ρεμπούστα (Λαογραφ. Σύμμεικτα Λευκάδας, σελ. 276).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρεμποῦστος -α -ο (Ἰ. robusto) = ρωμαλέος, εὐτραφής, ἅλκιμος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης