Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρεμπούστος -α -ο

ο γερός, ο καλοθρεμμένος, ο δυνατός.
Σε λαϊκό στιχούργημα διαβάζομε: ” … Ωρέ Κα, του λέγω ντρούσκα (=παλικαρίσια) / θα του βγάλω τη ρεμπούστα (Λαογραφ. Σύμμεικτα Λευκάδας, σελ. 276).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρεμποῦστος -α -ο (Ἰ. robusto) = ρωμαλέος, εὐτραφής, ἅλκιμος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.