ρεμπότο (το)
το στενόμακρο περιφερειακό δέρμα παπουτσιού, πάνω στο οποίο ράβονται οι σόλες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρεμπότο /τὸ/ (Ἰ. ribottare) = φόρτι ὑποδήματος, περιπτέρνιον, ἐσωπτέρνιον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης