ρεμπεύομαι
επιθυμώ πολύ κάτι. “Το ρεμπεύτηκε η νύφη μας”. Οι νιόπαντρες γυναίκες, όταν μένουν έγκυες “ρεμπεύονται” ένα πράμα, μια λιχουδιά ένα γλυκό ένα μεζέ και τότε τρέχουν να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους γιατί διαφορετικά μπορεί να αποβάλουν. Δημ.τραγ.: “Μηλιά πού ΄σαι στον εγκρεμό τα μήλα φορτωμένη / τα μήλα σου ρεμπεύομαι και τον γκρεμό φοβάμαι”. (Δημοτικά Τραγούδια της Λευκάδας, σελ. 136).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρεμπεύομαι (Ἰ. ripetere;) = λιμπίζομαι, ὀρέγομαι, λαχταρῶ, ἐξ ἐπιθυμίας.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Λέξη πολύ γνωστή από τη “μηλιά”, τραγούδι – που όπως λέει ο Κοντομίχης, “οι Λευκαδίτες θεωρούν προϊόν της τοπικής μούσας. Πάρα ταύτα – όπως λέει ο ίδιος “είναι από τα πιο γνωστά δημοτικά τραγούδια σ΄ όλη την Ελλάδα”. Δεν θα ασχοληθούμε βέβαια εδώ με το ιστορικό του τραγουδιού, που είναι ενδιαφέρον και το εκθέτει ο Κοντομίχης στο βιβλίο του (Τα δημοτικά τραγούδια της Λευκάδας).
Μα ενδιαφέρει το παράξενο ρήμα ρεμπεύομαι, άλλως σε άλλη παραλλαγή (συνώνυμο) του τραγουδιού, λιμπίζομαι, επιθυμώ, λιγουρεύομαι (από τη φροϋδική λίμπιντο, που σημαίνει επιθυμία, τον πόθο). Κατά τα λεξικά το μεσαιωνικό ρέμπομαι, από όπου πιθανώς μεταπλάσσεται το δικό μας ρεμπεύομαι, σημαίνει κατ΄ αρχήν περιπλανώμαι, αλλά και “νέμομαι τί, απολαύω” (βλ. σχετικά Σταματάκο Νέας και Δημητράκο).
Με την έννοια του απολαμβάνω, απαντά στον Ερωτόκριτο (β-409): “επέτετο και ρέμπετο στην αφεντιά την τόση” και η Αρετούσα: “μα ρέμπεται στις αφεντιές”
Ο Σταματάκος (σελ. 2463) “αυτός ρέμπεται (ρεμπεύεαι για ας) όλα τα καλά”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ρεμπεύομαι = λυμπίζομαι, λαχταρῶ… τά νιά τα σου ρεμπεύομαι – μά νά στό πῶ φοβᾶμαι…