ρέμπελος -η -ο 14 Φεβ, 2017 Ρ 0 Σχόλια 0 Ρέμπελος -η -ο (Ἰ. repellente) = ἀμελής, ὀκνηρός, ἀλητεύων ἀνεπιτήρητος.