Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ράσπα (η)

είδος λίμας, ξυλοφάης.
Τη χρησιμοποιούν κυρίως οι τσαγκάρηδες για να ισάζουν τις σόλες των παπουτσιών, αλλά και ξυλουργοί χρησιμοποιούν ανάλογες ράσπες.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


ράσπα (ἡ): εἶδος λίμας, ξυλοφάης, (BEN. raspa).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.