ράσπα (η)
είδος λίμας, ξυλοφάης.
Τη χρησιμοποιούν κυρίως οι τσαγκάρηδες για να ισάζουν τις σόλες των παπουτσιών, αλλά και ξυλουργοί χρησιμοποιούν ανάλογες ράσπες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
ράσπα (ἡ): εἶδος λίμας, ξυλοφάης, (BEN. raspa).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου