ρακοκαύκι (το)
ξύλινο καυκί, ξύλινη κούπα.
Σε χργρφ. γιατροσόφι από το χωριό Πόρος διαβάζομε: “Η κουφοξυλιά είναι δυο λογιών: ¨Επαρε ιατρέ, τα φύλλα της και βράσε τα εις τρίτον και δώσε ένα ρακοκαύκι να πίνει εκείνος όπου είναι ασθενισμένος από την χολήν.