Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ραφτιάς (ο)

πληθυντικός: ραφτάδες.
Ο ράφτης της κάπας και καποτοπούλας, της τσακτσίρας και άλλων διμιτένιων ενδυμάτων, όπως τα κοντέσια και οι φλοκάτες της παραδοσιακής φορεσιάς. Το ράψιμο γινόταν με το χέρι και πολλοί ραφτάδες ήταν πλανόδιοι.
Τους ραφτάδες τους ξεχωρίζουμε από τους μεταγενέστερους φραγκοράφτες που έραβαν ρούχα λεπτών υφασμάτων “Ευρωπαϊκών” ή ντόπιων. Για πολλά χρόνια όμως, μετά την παρακμή του ράφτη-ραφτιά, λέγονταν όλοι φραγκοράφτες. (Π. Κοντομίχη, “Ραφτάδες και Φραγκοραφτάδες”, Επετ. ΕΛΜ. τόμος Ε΄/1948).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.