ψυχοπόνεση ή ψυχοπονιά (η)
συμπόνεση. “Μ΄ πονεί η ψυχή μ΄ έτσ΄ που τόνε βλέπω” = πόνος ψυχής, λύπηση.
“Να σε ιδώ να σ’ερνεσαι κι η ψ΄χή να μην πονέσ΄”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ψ(υ)χοπόνεση /ἡ/ (ψυχὴ-πόνος) = ἰλασμός, εὐσπλαχνία, συμπόνια.
Ψ(υ)χοπόνια /ἡ/ βλ. λ. ψ(υ)χοπόνεση.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης