ψωμόλυσσα (η)
η στέρηση του ψωμιού, η “λύσσα” για ψωμί. Κατάρα: “ψωμόλυσσα να σε πιάσει” , λέει η μάνα χαϊδευτικά στο παιδί της που της ζητάει κι άλλο ψωμί. “το έφαγες κιόλας μωρές ξεπατωμένο; Ψωμόλυσσα να σε πιάσ΄”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
η στέρηση του ψωμιού, η “λύσσα” για ψωμί. Κατάρα: “ψωμόλυσσα να σε πιάσει” , λέει η μάνα χαϊδευτικά στο παιδί της που της ζητάει κι άλλο ψωμί. “το έφαγες κιόλας μωρές ξεπατωμένο; Ψωμόλυσσα να σε πιάσ΄”.