Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ψόφος (ο)

  1. ασθένεια των οικόσιτων ζώων, επιζωστία. φράση: “Να σε φάει κακός ψόφος”.
  2. τσουχτερό κρύο. “Αυτό δεν είναι κρύο, είναι ψόφος” – “κάνε ψόφο”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.