ψειρίζω
Ψειρίζω (φθεὶρ) = συλλέγω τὶς ψεῖρες ἄλλου, ἐρευνῶ τὸ τριχωτὸν τῆς κεφαλῆς κ.τ.λ. πρὸς ἐξόντωσιν ψειρῶν.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ψειρίζω (φθεὶρ) = συλλέγω τὶς ψεῖρες ἄλλου, ἐρευνῶ τὸ τριχωτὸν τῆς κεφαλῆς κ.τ.λ. πρὸς ἐξόντωσιν ψειρῶν.