ψίδι (το)
κομμάτι δουλεμένου δέρματος, που χρησιμοποιούν οι μπαλωματήδες “για να βάνουν ψίδια”, δηλ. μπαλώματα.
“Βάλε μου ένα ψίδι εδώ”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ψίδ(ι) /τὸ/ (ψίω) = τεμάχιον κατειργασμένου δέρματος (ἐκ τοῦ χρησιμοποιουμένου διὰ τὸ ἄνω μέρος τῶν ὑποδημάτων).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δεν σχετίζεται με το ψίω του Λάζαρη, αλλά με το μεσαιωνικό αψίδιον (με σίγαση του άτονου αρκτικού -α-), υποκοριστικό του αρχαίου αψίς, ίδος (Μπαμπινιώτης) και σημαίνει την αντικατάσταση με δέρμα ειδικά του φθαρμένου πάνω μέρους του παπουτσιού. Λέγαμε στον τσαγκάρη: σούφερα να μου βάλεις ψίδια στα παπούτσια.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης