Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ψηχαλίζει

Ψηχαλίζει ἀπρόσ. § βρέχει ὀλίγον, ψεκάζει. Μ. νυστάζει. Π. ψυχαλίζουσι τὰ ᾿μάτια μου = νυστάζουν. ΚΝ.

Σημ. Ἐκ τοῦ ψεκάζω = ψηκάζω = ψηχάζω καὶ ἐπενθέσει τῆς συλλαβῆς λι ψηχαλίζω κατὰ τὰ ἀλλήλων ἐκ τοῦ ἄλλων ἀλαλκτήριον ἐκ τοῦ ἀλκτήριον κτλ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.