ψάχαλο 14 Νοέ, 2017 Ψ 0 Σχόλια 0 Ψάχαλο, ἰδ. τσάχαλο. Σημ. Ἐκ τοῦ ψήχω = λεπτύνω τι, καθιστῶ αὐτὸ ἄχρηστον.